- πασχάζω
- πασχάζω ρ. αμετβ.1) праздновать Пасху; разговляться
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
πασχάζω — και πασκάζω πάσχασα, παύω τη νηστεία και τρώγω αρτύσιμα φαγητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πασχάζω — ΝΜ, και πασκάζω Ν [Πάσχα] εορτάζω το Πάσχα νεοελλ. 1. σταματώ να νηστεύω, τρώγω πασχαλινά φαγητά 2. παροιμ. «πάσχασ ο καλόγερος πάλι κουκιά μαγείρευε» λέγεται για τους φτωχούς οι οποίοι ακόμη και τις πασχαλινές ημέρες τρώνε νηστήσιμα φαγητά … Dictionary of Greek
πάσχασμα — και πάσκασμα, το [πασχάζω] ο εορτασμός τού Πάσχα … Dictionary of Greek
πασκάζω — βλ. πασχάζω … Dictionary of Greek